προηγήσῃ

προηγήσῃ
προηγήσηι , προήγησις
going before
fem dat sg (epic)
προηγέομαι
go first and lead the way
aor subj mp 2nd sg
προηγέομαι
go first and lead the way
fut ind mp 2nd sg
προηγήσῃ , προηγέομαι
go first and lead the way
aor subj mid 2nd sg
προηγήσῃ , προηγέομαι
go first and lead the way
fut ind mid 2nd sg
προηγήσῃ , προηγέομαι
go first and lead the way
futperf ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προήγηση — η / προήγησις, ήσεως, ΝΑ [προηγοῡμαι] το να προπορεύεται κάποιος, το προβάδισμα νεοελλ. μουσ. αρμονικό σύμπτωμα κατά το οποίο ένας ή περισσότεροι φθόγγοι που ανήκουν στην επόμενη συγχορδία σπεύδουν να τήν προαναγγείλουν ενώ υπάρχει ακόμη το κλίμα …   Dictionary of Greek

  • προηγητικός — ή, όν, Α [προηγοῡμαι] 1. αρχικός, βασικός, θεμελιώδης 2. προηγούμενος 3. αυτός που αναφέρεται στην προήγηση, στην επιτολή αστέρα. επίρρ... προηγητικῶς, Α κατ αρχάς, αρχικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”